- διπλοπαλαιολόγος
- διπλοπαλαιολόγος, ο (Μ)εκείνος τού οποίου και οι δύο γονείς ανήκουν στην οικογένεια τών Παλαιολόγων.[ΕΤΥΜΟΛ. < διπλο-* + (επώνυμο) Παλαιολόγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διπλ(ο) — (διπλούς, διπλός) α συνθετικό λέξεων που δηλώνουν διπλασιασμό ή επανάληψη τής σημασίας τού β συνθετικού π.χ. διπλοπρόσωπος, διπλοπαρακαλώ ΣΥΝΘ. αρχ. διπλοείματος, διπλωδούμαι μσν. διπλοεντέληνος, διπλοκαλαμαράτος, διπλοπαλαιολόγος,… … Dictionary of Greek